αβδελλιάρης

αβδελλιάρης
-α, -ικο και -ικος, -η, -ο
1. (για ζώα) αυτός που προσβλήθηκε από νόσο που προκαλεί η κατάποση βδέλλας
2. μτφ. καχεκτικός.
[ΕΤΥΜΟΛ. < αβδέλλα.
ΠΑΡ. αβδέλλιασμα, αβδελλιαστός].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно сделать НИР?

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”